- ἐκυάμευσαν
- κυαμεύωchoose by lotaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυαμεύω — (Α) [κύαμος] εκλέγω με κυαμευτή ψηφοφορία («ἐκυάμευσαν τοὺς ἐννέα ἄρχοντας κατὰ φυλάς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek